καταϊδρωμένος, -η, -ο, επίθ. [<κατα- + ιδρωμένος], που είναι μούσκεμα στον ιδρώτα: «έσκαβε απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι στον κήποκαι ήρθε καταϊδρωμένος να κάνει ένα μπάνιο»·
- έρχομαι δεύτερος και καταϊδρωμένος, α. κατατάσσομαι δεύτερος σε μια αναμέτρηση, ύστερα από εξαντλητική προσπάθεια: «διαγωνίστηκαν πέντε άτομα κι ήρθε δεύτερος και καταϊδρωμένος». β. καθυστερώ να πάω κάπου, με αποτέλεσμα να με προλάβει άλλος και να χάσω μια ευκαιρία ή παροχή: «τι να σου κάνω, φίλε μου, ήρθες δεύτερος και καταϊδρωμένος και πήρε άλλος τη θέση || ήρθες δεύτερος και καταϊδρωμένος κι ό,τι είχα να δώσω, το ’δωσα». γ. καθυστερώ να μεταφέρω σε κάποιον κάποιο νέο ή πληροφορία, καθυστερώ στη διατύπωση μιας κρίσης ή χαρακτηρισμού: «έρχεσαι δεύτερος και καταϊδρωμένος, γιατί ο τάδε μας είπε όλα τα καθέκαστα της υπόθεσης». Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «έρχεσαι δεύτερος και καταϊδρωμένος, αγόρι μου, γιατί μας τα ’παν άλλοι»·
- έρχομαι τελευταίος και καταϊδρωμένος, επιτείνει την έννοια της παραπάνω φρ. και ως προς την ειρωνεία·
- φτάνω δεύτερος και καταϊδρωμένος, βλ. φρ. έρχομαι δεύτερος και καταϊδρωμένος·
- φτάνω τελευταίος και καταϊδρωμένος, βλ. φρ. έρχομαι τελευταίος και καταϊδρωμένος.